- προακροβολίζομαι
- Αενεργώ ακροβολισμούς πριν από τη μάχη, ρίχνω από μακριά βέλη και ακόντια πριν από την κυρίως μάχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀκροβολίζομαι «μάχομαι από μακριά εκσφενδονίζοντας ακόντια και βέλη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προακροβολιζόμεθα — προακροβολίζομαι skirmish with missiles before the battle pres ind mp 1st pl προακροβολίζομαι skirmish with missiles before the battle imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προακροβολισάμενος — προακροβολίζομαι skirmish with missiles before the battle aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)